Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Το Μοναστήρι τ’ Αη-Γιάννη του Προδρόμου Βομβοκούς

Θα επιχειρήσουμε ένα ταξίδι στο χρόνο.Μέσα από τη γραφή του μεγάλου μας λογοτέχνη Γ.Βαρδακουλά.Θα προσπαθήσουμε να σας μεταφέρουμε στον παλιό Έπαχτο όπως αυτός τον βίωσε.
του Γιάννη Βαρδακουλά

Δεν υπάρχει Επαχτίτης, που να μην έχη επισκεφθή το Μοναστήρι τ’ Αη-Γιάννη. Μερικοί μάλιστα μετρούν τις επισκέψεις μια και δυο και τρεις φορές με τα χρόνια τους. Για να μη ξεχάσουμε ακόμη και πολλούς άλλους, που στις 29 Αυγούστου και στις 14 του Σεπτέμβρη ξεκίναγαν από άλλες πόλεις, στις οποίες ήσαν μόνιμα ή και προσωρινά εγκαταστημένοι, ν’ ανεβούν και να προσκυνήσουν την χάρη Του. Προσπάθησα πολλές φορές, να εξηγήσω από που ξεκινάει η ιδιαίτερη λατρευτική αυτή διάθεση των Επαχτιτών, πολύ περισσότερο στις 29 Αυγούστου.
Κι αναρωτιέμαι τώρα: μήπως ξεκινάει και από την ανάμνηση κάποιας θλιβερής επετείου, της 29 Αυγούστου του 1499, που ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ εκπόρθησε την πόλη μας, χτίζοντας ως τρόπαιο στον ανατολικό βραχίονα του λιμανιού το αφιερωμένο στην άλωση της πόλης μας “Φετιχιέ Τζαμί” του;
Γεγονός πάντως είναι ένα: οι Επαχτίτες και σιγά-σιγά οι κάτοικοι των γύρω πεδινών και ορεινών οικισμών δεν παρέλειπαν, να μη ανηφορίσουν, για να προσευχηθούν και ν’ ανάψουν το κερί τους...

Η επιλογή της τοποθεσίας, όπου χτίστηκε το μοναστήρι έγινε, όπως έχει γράψει στην εργασία του “Η Σκάλα Ναυπακτίας” ο πολυαγαπητός φίλος μου κ. Σπύρος Αϋφαντής, υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Επί μερικές νύχτες βοσκός από την Σκάλα έβλεπε, όπως η παράδοση το διέσωσε, ένα δυνατό φως στην θέση αυτή, που τον ανάγκασε, αφού επεσήμανε το σημείο, να το επισκεφθή. Εκεί βρήκε την εικόνα του Αη-Γιάννη του Βαπτιστή. Έτσι άρχισε η ανέγερση του ναού, που αργότερα μετατράπηκε σε μοναστήρι. Η χρονολογία δεν είναι γνωστή. Το μόνο γνωστό είναι ότι έγινε ανακαίνισή του πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού, όπως προκύπτει από την εντοιχισμένη στο Καθολικό αυτού ακόλουθη επιγραφή:
Ανεκαινίσθη εκ βάθρων ο θείος και πάνσεπτος ναός του Τιμίου Προδρόμου δια δαπάνης του οσιωτάτου εν Ιερομονάχοις Κυρ Αρσενίου, καθηγουμένου του αυτού ναού. ΑΧΕ (1695) Απριλλί(ου).
Στην διαδρομή των χρόνων το Μοναστήρι έζησε περιόδους ακμής και παρακμής. Στα 1817 υπήρχαν έξ μοναχοί, αναφέρει ο Pouquevill, ενώ το 1835 εγκαταβιώνουν μόνον τρείς, ο Βενέδικτος, ο Ιωαννίκιος και ο Νεόφυτος. Στα χρόνια της Εθνεγερσίας, πρόσφερε τις υπηρεσίες του, όπως και τα άλλα μοναστήρια, ως καταφύγιο, αναρρωτήριο και ορμητήριο των κλεφταρματωλών της περιοχής.
Θα σταματήσω εδώ το Ιστορικό του Μοναστηριού και θα συνεχίσω το Οδοιπορικό του με βάση την παράδοση και τα προσωπικά μου βιώματα, γιατί εδώ με έφερναν στα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια κατά τους θερινούς μήνες. Άλλωστε, με την παρότρυνση και ευλογία του πρώην Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Αλεξάνδρου, έχει κυκλοφορήσει πριν κάμποσα χρόνια η εργασία μου “Το Μοναστήρι του Αγιάννη Βομβοκούς Ναυπακτίας”, στο οποίο αναφέρεται εκτενέστερα το Ιστορικό του.

Υψόμετρο περίπου εξακόσια μέτρα πάνω από την θάλασσα· ανεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον· βαθείς οι ήσκιοι των πλατανιών· κρύο νερό· βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που στα προπολεμικά χρόνια επηρέαζε πιο εξουσιαστικά τον άνθρωπο· συνύπαρξη για ένα ικανό καλοκαιριάτικο χρονικό διάστημα συγγενών και φίλων, που ανταποκρίνονταν στο πνεύμα της συμφιλιωτικής κοινότητας και δέσποζε στην μικρή μας τότε πόλη και την γαλουχούσε, και η ευκολία στέγασης στα κελιά είχαν καθιερώσει το Μοναστήρι ως τόπο παραθερισμού των Επαχτιτών. Το κλίμα της συναδέλφωσης, της αλληλοβοήθειας και της αλληλοσυμπλήρωσης ήταν ο κανόνας της καθημερινής ζωής στο Μοναστήρι. Και εμείς τα παιδιά είμαστε οι ακούραστοι μεταφορείς του νερού από την βρύση και γι’ αυτούς ακόμη που μπορεί να ήσαν ανήμποροι.
Ευσεβής ο πόθος των Επαχτιτών ν’ ανέβουν, να προσκυνήσουν του Αη-Γιαννού του Ριγανά, του Σταυρού, να μην απουσιάσουν στην εορτή του Αυγούστου, πόθος που τόσο ζωντάνεψε με τον στίχο του ο Αθάνας:
Πότε θα φθάση ο Αύγουστος να πάμε στον Αη-Γιάννη,
πρός του γκρεμού το ξάγναντο να πιάσουμε κελλί
καί ξέγνοιαστα να ζήσουμε στην βρύση, στο πλατάνι,
στήν εκκλησιά για προσευχές, για γλέντια στην αυλή...
Σωστή τελετουργία η προετοιμασία και μεγάλη η χαρά των παιδών, που θα περνούσαν αδελφωμένα τους καλοκαιρινούς μήνες...
Τόπος συγκέντρωσης το πλατάνι στο Καινούριο Χωριό. Από εκεί γινόταν η εκκίνηση. Οι μεγάλοι καβάλα με οδηγούς τους αγωγιάτες και τα παιδιά προπορευόμενα. Πορεία στα χαλίκια του Σκά, όταν είχε γυρίσει ο ήλιος προς τη Δύση, για την αντηλιά· πρώτη στάση στο Πλατανόρεμα, όπου ο μύλος και το κονάκι του Κύρκου του Λαγαρού, κι ύστερα η κοπιαστική ανάβαση, γραφική μέσα στον λόγγο και πλάι στις σάρες... Μά κανείς δεν έλεγε πώς κουράστηκε· το βήμα, με την χάρη Του, ήταν ελαφρό για τους προσκυνητές. Μια δεύτερη λιγόλεπτη στάση στην βρυσούλα του Αη-Λάκη και σε λίγο το Μοναστήρι.
Από νωρίς έβγαιναν όλοι στο ξάγναντο με επικεφαλής δύο μοναχικές υπάρξεις, την κυρά Λένη την Γαλάναινα και την κυρά Σπυριδούλα του Κονταξή, ανηψιά του Δεσπότη Δαυίδ, σύζυγο του αριστερού ψάλτη της Αγίας Παρασκευής, ετοιμάζοντας κάποιο εργόχειρο, που δεν έλεγε να τελειώση απ’ το κουβεντολόϊ τους... Αχολογούσαν οι ρεματιές από τις παιδικές φωνές και τα τραγούδια και τα μηνύματα ανάμεσα στους παρεθεριστές και τους πεζοπορούντες, αφού πολλοί οικογενειάρχες έρχονταν δύο και τρεις φορές στην βδομάδα, για να δούν τα παιδιά τους και να φέρουν τρόφιμα.
Οι παληότεροι και τα παιδιά έσπευδαν να βοηθήσουν τους νεοφερμένους, μόλις ξεπέζευαν, για την μεταφορά των πραγμάτων τους.
Οι μέρες περνούσαν με φωνές και τραγούδια για τους μικρούς, για το νερό από την Βρύση, ενώ όλη η άλλη φροντίδα ήταν για την μάνα και τα μεγαλύτερα κορίτσια, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την τάξη και την καθαριότητα. Κι όταν έπαιρνε το βράδυ, συγκεντρώνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, στην Βρύση, όπου οι άντρες έπιναν το κρασάκι τους στο φως της ασετυλίνης κι άρχιζαν τα τραγούδια του τραπεζιού... Άρχιζε πρώτος ο Παπα-Τάκης, Ιερέας, με την σιγανή, γλυκειά φωνή του το “τόν Σταυρόν Σου προσκυνούμεν Δέσποτα...” και λίγο αργοτέρα, σαν ξεκομμένο αηδόνι, το αγαπημένο του τραγούδι:
“Τρισεύγενη μ’ στο γάμο σου, στ’ αρρεβωνιάσματά σου
τά χιόνια αλεύρια να γενούν και τα ποτάμια λάδι
κι η θάλασσα γλυκό κρασί να πιούν οι συμπεθέροι...”
Όταν έφτανε η γιορτή του Αφέντη Αη-Γιάννη, γινόταν και πάλι η καθαριότητα όλου του χώρου, τ’ ασβέστωμα των τοίχων, το καθάρισμα της δεξαμενής, η περιποίηση του ναού, το γυάλισμα των σκευών, που ήταν της ειδικότητάς μου... Και την μέρα της γιορτής “ζώσιμο” του ναού από τους ταμένους και βαπτίσεις. Τις θυμάμαι με πολλή συγκίνηση. Απλές, χωρίς εξεζήτηση και επιδείξεις που ταίριαζαν στην απλότητα της χριστιανικής πίστης. Εδώ στο Μοναστήρι έγινε και η βάπτιση του μεγάλου επαχτίτη, του Γιάννη Βλαχογιάννη, που τον έφερε στα χέρια της η προμάμη μου, η Λαμπρογκιώνενα και νουνά του.
Την μέρα του Αη-Γιαννιού και του Σταυρού αυστηρή νηστεία κατά τον κανόνα της Εκκλησίας. Την επομένη όμως γλέντι με ψητά αρνιά, που την ιεροτελεστία του ψησίματος αναλάμβανε ο μπαρμπα-Θανάσης, που είχε “ορμώσει την καλυβούλα του”, στην πρώτη πίσω από την λάκα του Μοναστηριού ραχούλα, όπου έμενε ολοχρονίς σκαλίζοντας με την γριά του ξύλινες κουτάλες για τους πανηγυριώτες.

Πριν λίγες ημέρες συνοδέψαμε οι Επαχτίτες και ιδιαίτερα οι “εραστές” του Μοναστηριού τον πρόεδρο του συλλόγου των φίλων του. Την αγάπη του και την ανακαίνιση του Μοναστηριού την είχε κάνει σκοπό της ζωής του. Στις πρωτοβουλίες του, στην δραστηριότητά του, στον ακούραστο ζήλο του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το κατασκευαστικό έργο, που ολοκλήρωσε το Μοναστήρι. Γι’ αυτό και τον προπέμψαμε όλοι με αγάπη και συγκίνηση...
Όσο πλησιάζει τ’ Αη-Γιαννιού, τόσο περισσότερο γυρίζω στο Μοναστήρι. Κι η επιστροφή μου αυτή ζωντανεύει, όπως σε όλους τους Επαχτίτες, τα βιώματά μας από τα ευτυχισμένα εκείνα καλοκαίρια, που προβάλλουν με φόντο την μοναστική γαλήνη, την ερημία και την σιωπή που οδηγεί τον στοχασμό σε βαθύτερη, ουσιαστικότερη πνευματικότητα. Ώρες που χάνεσαι κοιτάζοντας τις αγιογραφίες του Ναού, γυρνώντας στα κελλιά, καθισμένος στον πλάτανο στην Βρύση, χαμένος στην απλωμένη γύρω ιερή σιγή, ακούοντας τα κουδουνίσματα στα γύρω βοσκοτόπια, όπως παληά, αναζητώντας το χαμένο παράδεισο της ψυχής, που με τόση συγκίνηση ζωγράφισε ο Αθάνας στην στροφή του
Κι η νύχτα, η νύχτα πώρχεται νωρίς στο Μοναστήρι
βγάζει στο λόγγο τ’ άχραντα μυστήρια του ναού...
Χλωμή καλόγρηα, που αγρυπνά γυρτή στο παραθύρι,
μοιάζει η σελήνη ως φαίνεται στη ράχη του βουνού.

1 σχόλιο: