Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ


(επιστήμονες, έμποροι, βιοτέχνες) β'μέρος
του Γιάννη Βαρδακουλά
 Δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος από το κείμενο του κ. Γιάννη Βαρδακουλά, το οποίο αναφέρεται στο λιμάνι σ’ αυτήν την ενότητα ειδικά ως κέντρο συγκοινωνιακό και στον κόσμο του. Αυτό το τόσο μικρό για τα σημερινά δεδομένα, που μοιάζει σήμερα με σκηνικό μικρού θεάτρου, ήταν μέχρι πρίν λίγα χρόνια τόσο μεγάλο, ώστε να «αναπνέη» συγκοινωνιακά μιά ολόκληρη επαρχία απ’ αυτό. Τό κείμενο, πέρα από τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, είναι ένα αφιέρωμα τιμής του συγγραφέως προς τον λαό που ζούσε και εργαζόταν σ’ αυτό: ναυτικούς, λιμενεργάτες, ψαράδες.

...Υπήρχε, λοιπόν, μιά σχετική κίνηση ανθρώπων και αγαθών, που πραγματοποιείτο με τή θαλάσσια επικοινωνία, δεδομένου άλλωστε ότι η οδική επικοινωνία ήταν υποτυπώδης. Μόλις το 1932 άρχισε η κατασκευή της εθνικής οδού που συνδέει τή Ναύπακτο ανατολικά με το Λιδωρίκι και την Άμφισσα και δυτικά με το Μεσολόγγι και τις προεκτάσεις των αξόνων αυτών.
Η κύρια επικοινωνία ήταν με τον απέναντι Μοριά. Μικρά πλεούμενα με πανιά εκτελούσαν τή συγκοινωνία με τον Ψαθόπυργο, όταν ο άνεμος το επέτρεπε διαφορετικά οι ναυτικοί μας ρίχνονταν στή μάχη με τα κουπιά, σε μιάν απόσταση πέντε περίπου μιλίων. Ήταν βέβαια τα σκάφη αυτά μικρά, που μόλις μπορούσαν να διαπεραιώσουν τριάντα-σαράντα άτομα. Ήταν παλαιότερα η «Παντόφλα» του Κοντόγιωργα, η «Τσίλια» του Μπαρμπ-Αναστάση, τα μικρά πλεούμενα του Νικόλαου Τουρνάρα και του Τσαρούχη, που έκαναν το «Πέραμα» προς Αη-Βασίλη και Θεοφίλου παλαιότερα. Η «Πύλαρος» του Σπύρου Αθανασίου-Πατάκα και η «Θοδωρούλα» αργότερα του Τουρνάρα, ναυτικού από το Μοναστηράκι της Δωρίδας, που αντικαταστάθηκε από τή γαΐτα του Νικ. Παπαπαναγιώτου και μιά μικρότερη του Γιάννη Σαϊτάνη, πάντα στή γραμμή Ναύπακτος-Ψαθόπυργος.
Αργότερα στή γραμμή αυτή έκαναν τα δρομολόγια νεότερα σκάφη με μηχανή, η γαΐτα του Δημ. Τσαγκαράκη και το κανό «Δαμασκηνί» των Κ. Παξινού, Κ. Τόλια και Δ. Τσαγκαράκη..
Εκτελούνταν δύο δρομολόγια την ημέρα: ένα το πρωϊ στις 6 με επιστροφή στις 9 και το δεύτερο στις 11 με επιστροφή στις 3 παρά τέταρτο. Τά δρομολόγια είχαν ρυθμιστή έτσι, ώστε το πρωϊνό να προλαβαίνη το τραίνο Πάτρα-Αθήνα, στο οποίο επιβιβάζονταν οι επιβάτες για την Πρωτεύουσα, παραδιδόταν ο σάκος του Ταχυδρομείου και παραλαμβανόταν ο πρωϊνός Τύπος της Πάτρας και του Ταχυδρομείου από το μεσημβρινό Αθήνα-Πάτρα κατέβαιναν οι επιβάτες από Αθήνα, για να επιβιβαστούν στην γαΐτα που περίμενε στο λιμανάκι ήταν αρκετός ο δρόμος, ανηφορικός-κατηφορικός, κουραστικός, όταν έπρεπε να μεταφέρης και τις αποσκευές σου. Γιά τούς επιβάτες οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν πρωτόγονες, καθώς ήταν εκτεθειμένοι στον αέρα και τα κύματα. Πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου να διασκευασθή ο χώρος για τούς επιβάτες. Ακόμη και το 1940, όπως προκύπτει από δημοσίευμα της «ΦΩΝΗΣ», «τα συγκοινωνιακά μέσα στις γραμμές Ναυπάκτου-Πατρών ή Ναυπάκτου-Ψαθόπυργου πρέπει να εκπληρούν όλους τούς όρους και τις προβλεπόμενες διατάξεις και να εξασφαλίζουν απαραιτήτως την άνεσιν και την ασφάλειαν των ταξιδευόντων». Γιά τον καπετάνιο και το πλήρωμα δεν γίνεται λόγος αυτοί ανεμοδαρμένοι και μουσκεμένοι από τα κύματα μέχρι το κόκκαλο.
Τό πρωϊνό ξεκίνημα, για το οποίο μάς αφήκε μιά περιγραφή ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο διήγημά του «Μισεμός», είχε τή δική του ιεροτελεστία και γραφικότητα. Από τις πέντε, νύχτα ακόμη, ακουγόταν ο «κόρνος», που είχε και την ονομασία «Μπουρού» την τελευταία έχει διαφυλάξει ο φίλος ναυτικός κ. Γιάννης Αθανασίου-Πατάκας με τον ιδιότυπο ήχο της στα χέρια των Κοκόγια και Κ Γρίβα. Άρχιζε σιγά-σιγά η συγκέντρωση των ναυτικών, των ταξιδιωτών και άλλων, που συνήθιζαν να είναι παρόντες κατά την αναχώρηση του «Περάματος» άλλωστε τα καφενεία ήταν ανοιχτά δύο ώρες πρίν για τον καθιερωμένο καφέ και το κονιάκ τούς χειμερινούς μήνες.
Κατά την αναχώρησή μας για την Πρωτεύουσα και την επιστροφή μας, ποιός από τούς παλαιότερους δεν θυμάται τον Μπαρμπα-Σύρο τον Πατάκα παραγκόνι αυτό των Αθανασίου που μάς κατευόδωνε και μάς καλωσόριζε στην πόρτα του τραίνου με αγάπη και ενδιαφέρον για τις σπουδές μας. Γνώριζε τον καθένα μας με κάθε λεπτομέρεια.
Η μεγαλύτερη εμπορευματική κίνηση εξυπηρετείτο παλαιότερα από τα καΐκια «Πανωραία» του Σπύρου Βουτσινά, «Άγιος Γεώργιος» του Πάνου Ασημακόπουλου, του Πανούτσου, «Ατρόμητος» του Δημητράκη Τραγούδα, «Άρης» του Πάνου Ρήγα-Σκοπελίτη, «Άγιος Νικόλαος» του Περικλή Οικονόμου, «Πάσσαρα» του Κώστα Βουτσινά, με τούς ατρόμητους καπεταναίους τους στα πανιά, που έπλεαν στον Κορινθιακό και Πατραϊκό και προς τα νησιά του Ιονίου «Καλή Τύχη» των αδελφών Κουλούρη και του Λευτέρη Θεοδωρόπουλου και αργότερα ο «Άρης» και «Άγιος Νικόλαος» πετρελαιοκίνητα, και τα νεότερα : «Ναυπακτία» πετρελαιοκίνητο, «Έλλη» ατμοκίνητο, που βούλιαξε στο Λιμάνι, «Σουλτάνα» και «Θάσος» του Γιώργου Τραγούδα, «Αλκυών» του Κ. Βουτσινά, «Άγιος Μηνάς» του Γιάννη Κουλούρη, «Δωρίς» των αδελφών Αθανασίου, «Βαλκυρία» των αδελφών Ανδρέα και Οδυσσέα Τραγούδα, «Ατρόμητος» στή συνέχεια.... με θερμαστές τούς Ανδρέα Γιαννιώτη και Μπάμπη Φαφατά και στή μηχανή τον αξέχαστο Χάρη, που τον απαθανάτισε στούς στίχους του ο Θανάσης Δράκος.
Μέ τή μηχανοκίνηση των σκαφών καθιερώθηκε και δεύτερο δρομολόγιο για την Πάτρα. Έφευγαν το πρωϊ, γύρω στις 7:00 και επέστρεφαν το απόγευμα στις 4:00. Στά σκάφη διακινούνταν και οι «παραγγελιοδόχοι», που εκτελούσαν, έναντι αμοιβής, τις παραγγελίες, ενώ στην προκυμαία έδρευαν οι «φορατζήδες», γατί ορισμένα είδη, εισαγόμενα και εξαγόμενα, έπρεπε να καταβάλλουν κάποιο δασμό, κατάλοιπο παλαιότερων εποχών και συνηθειών. Στήν τοπική εφημερίδα «ΦΩΝΗ» της 1ης Φεβρουαρίου 1931, υπάρχει δημοσίευμα κατά το οποίο τα Συμβούλια του Εμπορικού και Επαγγελματικού κόσμου διαμαρτύρονταν για το διπλασιασμό του κοινοτικού φόρου των εισαγόμενων ωνίων και εμπορευμάτων. Καί πάλι, κατά την άφιξη, ένας κόσμος περίμενε, οι περισσότεροι από συνήθεια ή από τάση αλλαγής στην κίνηση του Λιμανιού, από τή μονοτονία της επαρχιώτικης τότε ζωής ή για την εφημερίδα και τον πάγο, που ερχόταν σε κολόνες από την Πάτρα, σκεπασμένος με λινάτσα και ήταν απαραίτητος για τή μπύρα το ποτήρι, το παγωτό και μερικές φορές για κάποιον ασθενή, όταν ο γιατρός διέτασσε επιθέματά του.
Τά διακινούμενα εμπορεύματα για την πόλη διοχετεύονταν μέσω των μεγάλων τότε καταστημάτων, του Ρεπόπουλου και του Χρυσαΐτη, που μέσω της Πάτρας, ιδιαίτερα ο δεύτερος έφθανε μέχρι την Τεργέστη, ενώ τα προοριζόμενα για τα γύρω χωριά και την ορεινή Ναυπακτία εμπορεύματα ακολουθούσαν τή διακίνηση μέσω των μαγαζιών-χανιών, όπου περίμεναν γυναίκες για τή μεταφορά τους, τα δέ προοριζόμενα για τα χωριά της κοντινής Μακρυνείας έφθαναν στον προορισμό τους με το φορτηγό αυτοκίνητο του Κομπιοσόρα. Ζαλωμένες νέες κοπέλλες, σάν το κρύο νερό, ξεκινούσαν το χάραμα το χειμώνα και σούρουπο το καλοκαίρι για την κοπιαστική τους ανάβαση στα χωριά, μιά πορεία 8-10 ωρών.
Η εμπορική κίνηση για την ορεινή Ναυπακτία παρουσίαζε έξαρση σε περιόδους εκλογών. Τότε κατέφθαναν στον προλιμένα της πόλης μας μεγάλα φορτηγά πλοία, έμφορτα με καλαμπόκι και μεγάλα ζώα από τή Ρουμανία συνήθως, γιατί έπρεπε οι εκλογές να είναι «αδιάβλητες»... Τά καΐκια, που έχουν προαναφερθή, πλεύριζαν στα μεγάλα πλοία για τή φόρτωση και από εκεί στο Λιμάνι για την εκφόρτωσή τους τα ζώα, αγελάδες και μοσχάρια, κρέμονταν με ιμάντα στην κοιλιά από το βίντζι του καραβιού, αφήνονταν σιγά-σιγά στή θάλασσα κι από εκεί πλέοντας έφθαναν μόνα τους στην παραλία, όπου τα περίμεναν.
Υπήρχε και μιάν άλλη γραμμή επικοινωνίας, αυτή της ακτοπλοΐας, με τα ατμοκίνητα «Ναυσικά», «Αθηνά», και «Αμφιτρίτη», που συνέδεαν τον Πειραιά με τα λιμάνια του Κορινθιακού Κόρινθο, Ιτέα, Γαλαξίδι, Αίγιο, Ναύπακτο με την Πάτρα και το Μεσολόγγι, για εμπορεύματα και επιβάτες, οι οποίοι αποβιβάζονταν και επιβιβάζονταν με μικρές βάρκες, που δεινοπαθούσαν τούς χειμωνιάτικους μήνες από τα κύματα και τή βροχή.
Ένας κόσμος ναυτικών με τις πολυμελείς τότε οικογένειές τους αποζούσε από το Λιμάνι και έκανε προκοπή. Δέν ήταν όμως οι μόνοι. Οι φορτώσεις και εκφορτώσεις γίνονταν από τούς Λιμενεργάτες, άντρες με αντοχή στα βάρη, που έσφιγγαν τή μέση τους με πλουμιστά ζωνάρια, για να ενισχύσουν την αντοχή τους και φορούσαν μάλλινες φανέλλες. Φορτωμένοι ισορροπούσαν πάνω στον «πόντε» -μιά τάβλα που συνέδεε το καϊκι με την αποβάθρα.. Από το πρωΐ μέχρι το βράδυ δουλειά-δουλειά χωρίς αναπαμό. Κι όταν έπαιρνε το σούρουπο, με κάποιο πρόχειρο μεζέ στα κρασοπουλιά του Στενοπάζαρου προσπαθούσαν να ξεχάσουν την κούραση και τον καημό τους στο κατοστάρι οι λιμενεργάτες, ο Δήμος Ρούμπας, οι αδελφοί Κορομπίλη, ο Κ. Κουγιούφας, οι αδελφοί Δασκαλόπουλοι-Τίγγερη, ο Σταματόπουλος-Μητσάρας, ο Θεοφάνης Μπερεβέσκος, ο Τάκης Ρίζος και ο Πρόεδρός τους Νίδας Μελιγκιώτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου